- δημιουργικός
- -ή, -ό (AM δημιουργικός, -ή, -όν) [δημιουργός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δημιουργόνεοελλ.ο ικανός να δημιουργεί («δημιουργική φαντασία», «δημιουργική ικανότητα», «δημιουργικός οίστρος»)αρχ.1. ο ικανός να δημιουργήσει κάτι εκ τού μηδενός («δημιουργικός Θεός»)3. το ουδ. ως ουσ. το δημιουργικόν(για τους άρχοντες) η τάξη όσων έχουν το αξίωμα τού δημιουργού*II. επίρρ. δημιουργικά (AM δημιουργικῶς)με τρόπο δημιουργικό, εμπνευσμένοαρχ.όπως ταιριάζει σε χειρώνακτα («φράζε δημιουργικῶς»).
Dictionary of Greek. 2013.